- ἐπι-θωρήσσομαί
ἐπι-θωρήσσομαί τινι, sich gegen Einen rüsten, Ap. Rh. 1, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θωρήσσομαί τινι, sich gegen Einen rüsten, Ap. Rh. 1, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιθωρήσσομαι — ἐπιθωρήσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου, ετοιμάζομαι για μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρήσσομαι (< θώραξ) «οπλίζομαι, ετοιμάζομαι για μάχη»] … Dictionary of Greek