- ἐπι-λυγίζομαι
ἐπι-λυγίζομαι, = ἐπηλυγίζομαι, Plut. de Is. et Os. 48, neben παρακαλύπτομαι. S. ἐπιλυγάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λυγίζομαι, = ἐπηλυγίζομαι, Plut. de Is. et Os. 48, neben παρακαλύπτομαι. S. ἐπιλυγάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek