- ἐπι-θράσσω
ἐπι-θράσσω, zsgzgn = ἐπιταράσσω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θράσσω, zsgzgn = ἐπιταράσσω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek