- ἐπι-θραύω
ἐπι-θραύω (s. ϑραύω), dazu zerbrechen, τρύφος ἄρτου αὖον Apollds. 7 (VI, 105).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θραύω (s. ϑραύω), dazu zerbrechen, τρύφος ἄρτου αὖον Apollds. 7 (VI, 105).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
επάγνυμι — ἐπάγνυμι (Α) σπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άγνυμι «θραύω»] … Dictionary of Greek
επιθραύω — ἐπιθραύω (AM) θραύω, συντρίβω πάνω σε κάτι ή συντρίβω επί πλέον … Dictionary of Greek
επιθρύπτω — ἐπιθρύπτω (Α) 1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι 2. μέσ. ἐκθρύπτομαι εκθηλύνομαι 3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα 3. σπάζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek