- ἐπι-δώτης
ἐπι-δώτης, ὁ, = ἐπιδότης, s. Nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δώτης, ὁ, = ἐπιδότης, s. Nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιδώτης — ἐπιδώτης, ὁ (Α) (επίθ. θεών) αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («ἔστι δέ ἱερὸν θεῶν οὕς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δώτης (< δί δω μι)] … Dictionary of Greek