- ἐπι-μίμνω
ἐπι-μίμνω (s. μίμνω), p. = ἐπιμένω, dabei bleiben, verharren, ἔργον ἀέξεται ᾡ ἐπιμίμνω Od. 14, 66; 15, 371 u. Sp. Als Tmesis rechnet man hierher κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων, erwartend, Hes. O. 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μίμνω (s. μίμνω), p. = ἐπιμένω, dabei bleiben, verharren, ἔργον ἀέξεται ᾡ ἐπιμίμνω Od. 14, 66; 15, 371 u. Sp. Als Tmesis rechnet man hierher κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων, erwartend, Hes. O. 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμίμνω — ἐπιμίμνω (Α) επιμένω, εμμένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίμνω, παράλλ. αναδιπλασιασμένος τ. του μένω] … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… … Dictionary of Greek