- περί-στοον
περί-στοον, τό, = περίστυλον, D. Sic. 5, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-στοον, τό, = περίστυλον, D. Sic. 5, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστώο — και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά τής πύλης ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + στῳον / στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περι στῷον] … Dictionary of Greek