ἐπι-μέλλω

ἐπι-μέλλω

ἐπι-μέλλω (s. μέλλω), dabei zögern, Sp., l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιμέλλον — ἐπί μέλλω to be destined pres part act masc voc sg ἐπί μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμέλλετο — ἐπί μέλλω to be destined imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… …   Dictionary of Greek

  • μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”