ἐπι-μέμφομαι

ἐπι-μέμφομαι

ἐπι-μέμφομαι, dep. med., tadeln worüber, Vorwürfe machen, τινί τι, ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι Od. 16, 97, wie 115; ἐμὶν ἐπεμέμψατο Theocr. 2, 144; τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ ἐς τὰ χρηστήρια ἔπεμπε Her. 1, 75; τινὶ ἀντί τινος, 4, 159; selten τινά τινος, z. B. ὧν ἐπιμεμφομένα σε Soph. Tr. 122; τινί τινος, Luc. D. Mort. 27, 2; – sich worüber beschweren, unzufrieden sein, zürnen, εἰ ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴϑ' ἑκατόμβης, um die Hekatombe, Il. 1, 65. 2, 225; mit ἕνεκα, 1, 94; ἐπιμέμφεσϑε ὅσα ὑμῖν Μίνως ἔπεμψε δακρύματα Her. 7, 169, vgl. 1, 116; hinterher sich beschweren, 2, 129.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] …   Dictionary of Greek

  • κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] …   Dictionary of Greek

  • προσαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ επί πλέον κάποιον ως ένοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰτιῶμαι «μέμφομαι, κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσμέμφομαι — Α μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”