- ἐπι-μάζιος
ἐπι-μάζιος, = ἐπιμάστιος; Bian. 15 (IX, 548); Agath. 5 (V, 276).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μάζιος, = ἐπιμάστιος; Bian. 15 (IX, 548); Agath. 5 (V, 276).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταμάζιος — μεταμάζιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον το μεταξύ τών μαστών μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι μάζιος, υπο μάζιος] … Dictionary of Greek