ἐπι-μάρπτω, ergreifen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπέμαρψε — ἐπί μάρπτω take hold of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμάρπτω — ἐπιμάρπτω (Α) αρπάζω, καταλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μάρπτω «αρπάζω»] … Dictionary of Greek