- περί-στατος
περί-στατος, umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-στατος, umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίστατος — εὐπερίστατος, ον (Α) 1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στατος (< περι ίσταμαι)] … Dictionary of Greek