- ἐπι-βλαβής
ἐπι-βλαβής, ές, schädlich, Schol. Il. 5, 880 u. Sp. – Adv., Poll. 5, 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βλαβής, ές, schädlich, Schol. Il. 5, 880 u. Sp. – Adv., Poll. 5, 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβλαβής — καταβλαβής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος 2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επι βλαβής, προσ βλαβής] … Dictionary of Greek
προσβλαβής — ές, Α βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επι βλαβής] … Dictionary of Greek
επιβλαβής — ές (AM ἐπιβλαβής, ές) βλαβερός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβλαβές βλαπτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλαβής (< βλάβη)] … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek
вредъ — ВРЕД|Ъ (179), А с. 1.Болезнь; нарыв, гнойник: ст҃ославъ... дрьжащю ст҃ааго роукоу [мощи] прилагааше къ вредоу. имь же бол˫аше на шии. и къ очима и къ темени. СкБГ XII, 20г; пьси же мимо ходѩще... отирахоу гнои. ѡ(т) оудовъ ѥго. облизающе врѣдъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
ακεραιότητα — Η ολότητα, η πληρότητα· επίσης, μεταφορικά, η εντιμότητα του χαρακτήρα. (Νομ.) Η σωματική α. του ατόμου προστατεύεται από τον αστικό και ποινικό νόμο. Περιέχεται στο δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας και σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της… … Dictionary of Greek