- περί-στροφος
περί-στροφος, 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst περίδρομος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-στροφος, 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst περίδρομος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίστροφος — εὐπερίστροφος, ον (Μ) 1. αυτός που κάνει πολλές περιστροφές, που περιστρέφεται εύκολα, ο ευέλικτος, ο ευκίνητος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπερίστροφον η ευελιξία, η ευλυγισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στροφος (< περι στρέφω)] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek