- ἐπι-νηνέω
ἐπι-νηνέω, = ἐπινέω 2, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον, sie häuften die Leichen auf den Scheiterhaufen, Il. 7, 428. 431; womit überhäufen, beladen, ἅμαξαν φρυγάνων Her. 4, 62, v. l. für ἐπινέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νηνέω, = ἐπινέω 2, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον, sie häuften die Leichen auf den Scheiterhaufen, Il. 7, 428. 431; womit überhäufen, beladen, ἅμαξαν φρυγάνων Her. 4, 62, v. l. für ἐπινέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επινηνέω — ἐπινηνέω (Α) συσσωρεύω («οἱ δὲ σιωπῇ νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νηνέω «συσσωρεύω». Πρόκειται μάλλον για παρεφθαρμένο τ. τού νηέω, παράλλ. αρχαιότερο τ. τού νέω (II) «συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek