ἐπι-μηκύνω

ἐπι-μηκύνω

ἐπι-μηκύνω, in die Länge ziehen, verlängern, τὴν μάχην Paus. 4, 10, 4; φάλαγγα Polyaen. 2, 1, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • ἐπεμήκυνε — ἐπεμήκῡνε , ἐπί μηκύνω lengthen aor ind act 3rd sg ἐπεμήκῡνε , ἐπί μηκύνω lengthen imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμηκύνω — (AM ἐπιμηκύνω) αυξάνω κάτι κατά το μήκος, τό καθιστώ μακρότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηκύνω (< μήκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”