- περίσσευσις
περίσσευσις, ἡ, = περισσεία (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσσευσις, ἡ, = περισσεία (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσσευσις — εύσεως, ἡ, Α [περισσεύω] περίσσεια … Dictionary of Greek
περισσεύσει — περίσσευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) περισσεύσεϊ , περίσσευσις fem dat sg (epic) περίσσευσις fem dat sg (attic ionic) περισσεύω to be over and above aor subj act 3rd sg (epic) περισσεύω to be over and above fut ind mid 2nd sg περισσεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσεύσεως — περισσεύσεω̆ς , περίσσευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσεύσῃ — περισσεύσηι , περίσσευσις fem dat sg (epic) περισσεύω to be over and above aor subj mid 2nd sg περισσεύω to be over and above aor subj act 3rd sg περισσεύω to be over and above fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίττευσιν — περίσσευσιν , περίσσευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)