- ἐπι-μορμύρω
ἐπι-μορμύρω, zurieseln, Dion. Per. 784, in tmesi.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μορμύρω, zurieseln, Dion. Per. 784, in tmesi.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιμορμύρουσι — ἐπιμορμύ̱ρουσι , ἐπί μορμύρω roar and boil aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιμορμύ̱ρουσι , ἐπί μορμύρω roar and boil pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιμορμύ̱ρουσι , ἐπί μορμύρω roar and boil pres ind act 3rd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμόρμυρε — ἐπεμόρμῡρε , ἐπί μορμύρω roar and boil aor ind act 3rd sg ἐπεμόρμῡρε , ἐπί μορμύρω roar and boil imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμορμύρω — ἐπιμορμύρω (AM) κελαρύζω, μουρμουρίζω («ἐπεμόρμυρε τῶν πειρασμῶν τὸ κῡμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορμύρω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek