ἐπι-δί-μοιρος

ἐπι-δί-μοιρος

ἐπι-δί-μοιρος, dass., Clem. Al. strom. 6 p. 658.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιδίμοιρος — ἐπιδίμοιρος, ον (Α) ο επιδιμερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δί μοιρος «αυτός που περιέχει τα 2 / 3 μιας μονάδας»] …   Dictionary of Greek

  • επίμοιρος — ἐπίμοιρος, ον (Α) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί μοιρος, μεμψί μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερμοιρία — η, Ν (νομ.) το επί πλέον τής κανονικής μοίρας συγκληρονόμου πάνω στο υπόλοιπο τής κληρονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα «μερίδιο, κομμάτι»), πρβλ. ισομοιρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”