- ἐπι-δέμω
ἐπι-δέμω, darauf bauen, ἄρκυας ἐπιδειμάμενοι σταλίκεσσι Opp. C. 4, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δέμω, darauf bauen, ἄρκυας ἐπιδειμάμενοι σταλίκεσσι Opp. C. 4, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιδειμάμενοι — ἐπί δέμω build aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδειμάμενος — ἐπί δέμω build aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
επιδομή — η 1. κτίσμα πάνω σε άλλο κτίσμα 2. σύνολο τεχνικών έργων που προαπαιτούνται για την επίστρωση τών τροχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δομή (< δεμω «κατασκευάζω»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. δεμ ] … Dictionary of Greek
επιδωμώ — ἐπιδωμῶ, άω (Α) χτίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δωμάω, ώ (< δώμα < δέμω*), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. δεμ ] … Dictionary of Greek
λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… … Dictionary of Greek