- περί-πλοος
περί-πλοος, zsgzgn περίπλους, 1) act. umschiffend. – 2) pass. umschifft, umschiffbar, αὕτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ συντομώτατα, Thuc. 2, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-πλοος, zsgzgn περίπλους, 1) act. umschiffend. – 2) pass. umschifft, umschiffbar, αὕτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ συντομώτατα, Thuc. 2, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.