- ἐπι-δαίσιος
ἐπι-δαίσιος, zugetheilt, οἶκος Csilim. Iov. 59. Nach E. M. ἐπίκοινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δαίσιος, zugetheilt, οἶκος Csilim. Iov. 59. Nach E. M. ἐπίκοινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδαίσιος — θεοδαίσιος, ὁ (Α)·1. επίθετο τού Διονύσου 2. ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δαίσιος (< δαίτης «ιερέας που διαμελίζει τα σφάγια» < δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. επι δαίσιος] … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия