- ἐπι-δελεάζω
ἐπι-δελεάζω, als Köder darauf legen, D. Sic. 1, 35, im perf. pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δελεάζω, als Köder darauf legen, D. Sic. 1, 35, im perf. pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιδεδελεασμένας — ἐπιδεδελεασμένᾱς , ἐπί δελεάζω entice perf part mp fem acc pl ἐπιδεδελεασμένᾱς , ἐπί δελεάζω entice perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek