- ἐπι-δια-λάμπω
ἐπι-δια-λάμπω, oben durchscheinen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δια-λάμπω, oben durchscheinen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλεύη — η, ΝΜΑ χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.) μσν. απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα … Dictionary of Greek