- περί-πλεος
περί-πλεος, sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηϑμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-πλεος, sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηϑμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται … Dictionary of Greek
κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ … Dictionary of Greek