- ἐπι-δεξιότης
ἐπι-δεξιότης, ητος, ἡ, Gewandtheit, Artigkeit, ἡ ἐν τοῖς πότοις Aesch. 2, 47; Arist. eth. 4, 8; καὶ νουνέχεια Pol. 4, 82, 3; καὶ ἀγχίνοια 18, 11, 6; im plur., Plut. de virt. mor. 2 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δεξιότης, ητος, ἡ, Gewandtheit, Artigkeit, ἡ ἐν τοῖς πότοις Aesch. 2, 47; Arist. eth. 4, 8; καὶ νουνέχεια Pol. 4, 82, 3; καὶ ἀγχίνοια 18, 11, 6; im plur., Plut. de virt. mor. 2 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek