- ἐπι-δια-τάσσομαι
ἐπι-δια-τάσσομαι, noch dazu anordnen, befehlen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δια-τάσσομαι, noch dazu anordnen, befehlen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιδιατάσσομαι — ἐπιδιατάσσομαι (Α) προσθέτω κάτι στη διαθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τάσσομαι «παραγγέλλω, δίνω εντολή»] … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek