- ἐπι-δια-τρίβω
ἐπι-δια-τρίβω, dabei verweilen, Arist. meteor. 3, 1; τινί; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δια-τρίβω, dabei verweilen, Arist. meteor. 3, 1; τινί; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιδιατρίβω — ἐπιδιατρίβω (Α) παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τρίβω «μένω»] … Dictionary of Greek