- ἐπι-δεύω
ἐπι-δεύω, benetzen, anfüllen mit etwas Feuchtem, ἐπιδεύεται αἵματι κρητήρ Orph. Arg. 1074; – ἐπιδεύσην, inf. fut. bei Sapph. 2, 15, welches zu ἐπιδεύομαι gehören müßte, ändert Herm. in ἐπιδευής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δεύω, benetzen, anfüllen mit etwas Feuchtem, ἐπιδεύεται αἵματι κρητήρ Orph. Arg. 1074; – ἐπιδεύσην, inf. fut. bei Sapph. 2, 15, welches zu ἐπιδεύομαι gehören müßte, ändert Herm. in ἐπιδευής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
καταδεύω — (Α) 1. περιχέω με υγρό, καταβρέχω («κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων», Ομ. Ιλ.) 2. συγκινούμαι («ὁ καταδευόμενος τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek