- ἐπι-διστάζω
ἐπι-διστάζω, dabei, hinterher zweifeln, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-διστάζω, dabei, hinterher zweifeln, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επευλαβούμαι — ἐπευλαβοῡμαι, έομαι (Α) διστάζω, φυλάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευλαβούμαι «προσέχω, φυλάγομαι»] … Dictionary of Greek
επιδοιάζω — ἐπιδοιάζω (Α) έχω αμφιβολίες, διστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δοιάζω (< δοιάς «διττότητα» < δύο) «αμφιταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek