- ἐπιμελητικός
ἐπιμελητικός, ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιμελητικός, ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμελητικός — ἐπιμελητικός, ή, όν (Α) [επιμελητής] 1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι 2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν η επιμέλεια, η φροντίδα … Dictionary of Greek
ἐπιμελητικόν — ἐπιμελητικός able to take charge masc acc sg ἐπιμελητικός able to take charge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητικούς — ἐπιμελητικός able to take charge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητικήν — ἐπιμελητικός able to take charge fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητικῶς — ἐπιμελητικός able to take charge adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)