- ἐπι-μελαίνω
ἐπι-μελαίνω, auf der Oberfläche schwärzen, u. pass. obenauf schwarz werden, Theophr.; ἐπιμελανϑέντων Plut. prim. frigid. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μελαίνω, auf der Oberfläche schwärzen, u. pass. obenauf schwarz werden, Theophr.; ἐπιμελανϑέντων Plut. prim. frigid. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιμελανθέντων — ἐπί μελαίνω blacken aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελαίνειν — ἐπί μελαίνω blacken pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελαίνεται — ἐπί μελαίνω blacken pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελαίνονται — ἐπί μελαίνω blacken pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελαίνουσα — ἐπί μελαίνω blacken pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek