- ἐπ-εξ-ιακχάζω
ἐπ-εξ-ιακχάζω, zujauchzen, Aesch. Spt. 601.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εξ-ιακχάζω, zujauchzen, Aesch. Spt. 601.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιακχάζω — ἰακχάζω (Α) [Ίακχος]·1. φωνάζω «Ίακχος!» 2. (για πτηνά) ιαχώ, τραγουδώ … Dictionary of Greek
ἰακχάζει — Ἰακχάζω shout pres ind mp 2nd sg Ἰακχάζω shout pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰακχάζουσι — Ἰακχάζω shout pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) Ἰακχάζω shout pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰακχάζουσιν — Ἰακχάζω shout pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) Ἰακχάζω shout pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰακχάζοντες — Ἰακχάζω shout pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰακχάζουσα — Ἰακχάζω shout pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰακχάσαντες — Ἰακχάζω shout aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰακχῆς — Ἰακχάζω shout fut ind act 2nd sg (doric) ἰακχέω pres ind act 2nd sg (doric) ἰαχή cry fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek
επεξιακχάζω — ἐπεξιακχάζω (Α) αλαλάζω, φωνάζω θριαμβευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εξ + ιακχάζω (< Ίακχος «θεός τών κραυγών»)] … Dictionary of Greek