- περί-πους
περί-πους, = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-πους, = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
σύμπους — ουν, ΝΑ νεοελλ. βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο β) «σύμπους ανθοταξία» διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους… … Dictionary of Greek
περίπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων ἤ ἀκριβῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πούς «πόδι»] … Dictionary of Greek
περιπόδιος — α, ο / περιπόδιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α νεοελλ. (μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα αρχ. 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον»,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Gemeiner Wirbeldost — (Clinopodium vulgare) Systematik Euasteriden I Ordnung: Lippenblütlerartige … Deutsch Wikipedia
ποδοτρόχαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμεικὸν τροχὸν κινῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + τροχαλός (< τρέχω), πρβλ. περι τρόχαλος] … Dictionary of Greek
προπόδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται μπροστά από τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πούς, ποδός + επίθημα ιος (πρβλ. περι πόδιος)] … Dictionary of Greek