- ἐπι-μετα-πέμπομαι
ἐπι-μετα-πέμπομαι, nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μετα-πέμπομαι, nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμεταπέμπομαι — ἐπιμεταπέμπομαι (Α) καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»] … Dictionary of Greek