- ἐπι-μερής
ἐπι-μερής, ές, das Ganze u. mehrere Theile enthaltend, Nicom. arithm. 1, 20, z. B. 12/3; λόγος, das Verhältniß 5: 3. Vgl. ἐπιμόριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μερής, ές, das Ganze u. mehrere Theile enthaltend, Nicom. arithm. 1, 20, z. B. 12/3; λόγος, das Verhältniß 5: 3. Vgl. ἐπιμόριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφεξαμερής — ἐφεξαμερής, ὁ (Α) αριθμός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και το ένα έκτο της (1+1/6). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξα μερής (< ἕξ + μερής < μέρος), πρβλ. δı μερής, πολυ μερής] … Dictionary of Greek
παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek