- ἐπι-ναύσιος
ἐπι-ναύσιος, Uebelkeit empfindend, Pol. 31, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ναύσιος, Uebelkeit empfindend, Pol. 31, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποναύσιος — ον, Α αυτός που υποφέρει από ελαφράς μορφής ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ναυσιος (< ναυσίη /ναυτία), πρβλ. ἐπι ναύσιος] … Dictionary of Greek
επιναύσιος — ἐπιναύσιος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία («προσποιηθεὶς ὡς ἐπιναύσιος γεγονὼς ἀπηλλάττετο», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * ναύσ ιος (< ναυς «πλοίο»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο ναύσιος)] … Dictionary of Greek