ἐπι-δόρπιος

ἐπι-δόρπιος

ἐπι-δόρπιος, auch 3 End., zum Nachtisch gehörig, ὕδωρ Theocr. 13, 36; ἐπιδόρπιαι τράπεζαι, der Nachtisch, Ath. IV, 130 c u. a. sp. D. S. Nic. Al. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταδόρπιος — μεταδόρπιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο 2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + …   Dictionary of Greek

  • ομοδόρπιος — ὁμοδόρπιος, ον (Α) ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δόρπον «γεύμα, δείπνο» (πρβλ. επι δόρπιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”