- ἐπι-δρομάδην
ἐπι-δρομάδην, laufend, eilig, στίβον ἕρπει Nic. Th. 481; ἀγορεύειν Orph. Arg. 559. Vgl. ἐπιτροχάδην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δρομάδην, laufend, eilig, στίβον ἕρπει Nic. Th. 481; ἀγορεύειν Orph. Arg. 559. Vgl. ἐπιτροχάδην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.