- ἐπι-κῡματίζω
ἐπι-κῡματίζω, auf den Wogen sein, schwimmen, Sp., wie Philostr.; καὶ ἐπινήχομαι, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κῡματίζω, auf den Wogen sein, schwimmen, Sp., wie Philostr.; καὶ ἐπινήχομαι, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek