- ἐπι-κήδειος
ἐπι-κήδειος, zur Todtenbestattung gehörig; ᾠδαί Plat. Legg. VII, 800 c; μέλος Ael. H. A. 5, 34; λόγος u. ä., Leichenrede, Plut., auch τὸ ἐπικήδειον, ein Trauergedicht, Plut. Pelop. 1 u. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κήδειος, zur Todtenbestattung gehörig; ᾠδαί Plat. Legg. VII, 800 c; μέλος Ael. H. A. 5, 34; λόγος u. ä., Leichenrede, Plut., auch τὸ ἐπικήδειον, ein Trauergedicht, Plut. Pelop. 1 u. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek