- ἐπι-είκελος
ἐπι-είκελος, = simpl., ähnlich, Il. 1, 265 u. öfter, wie bei Hes. Th. 968 in der Vrbdg ἐπιείκελος ἀϑανάτοισιν u. ϑεοῖς ἐπιείκελος. – Bei Opp. Cyn. 2, 167 ἐπείκελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-είκελος, = simpl., ähnlich, Il. 1, 265 u. öfter, wie bei Hes. Th. 968 in der Vrbdg ἐπιείκελος ἀϑανάτοισιν u. ϑεοῖς ἐπιείκελος. – Bei Opp. Cyn. 2, 167 ἐπείκελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιείκελος — ἐπιείκελος, ον (Α) ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῑς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος* «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)] … Dictionary of Greek