- ἐπι-κίχρημι
ἐπι-κίχρημι (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κίχρημι (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικίχρημι — ἐπικίχρημι (Α) δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»] … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek