- ἐπι-κέλομαι
ἐπι-κέλομαι (s. κέλομαι), nur aor. II. ἐπικέκλετο, noch dazu herbeirufen; Ἐρινῦς Il. 9, 434; Aesch. Suppl. 40 u. sp. D., wie Leon. Al. 12 (VI, 221); τινί, Einem zurufen, Ap. Rh. 3, 85; Qu. Sm. 12, 437.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κέλομαι (s. κέλομαι), nur aor. II. ἐπικέκλετο, noch dazu herbeirufen; Ἐρινῦς Il. 9, 434; Aesch. Suppl. 40 u. sp. D., wie Leon. Al. 12 (VI, 221); τινί, Einem zurufen, Ap. Rh. 3, 85; Qu. Sm. 12, 437.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικέλομαι — ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α) (αποθ.) 1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek