- περί-πυστος
περί-πυστος, ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-πυστος, ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] … Dictionary of Greek