ἐπι-ζέω

ἐπι-ζέω

ἐπι-ζέω (s. ζέω), poet. ἐπιζείω, darauf, darüber kochen, sieden, intrans., ἐκ βυϑοῦ νῆσον ἀναδῦναι μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος Plut. de Pyth. or. 11. – Uebertr., ἄμμιγά νιν αἰκίζει κέντρ' ἐπιζέσαντα Soph. Tr. 837, die durch das Gift veranlaßten brennenden Schmerzen; δεινόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε Eur. Hec. 583; ἡ νεότης ἐπέζεσε, der jugendliche Muth braus'te auf, Her. 7, 13; ἡ χολὴ ἐπιζεῖ, die Galle läuft über, Ar. Th. 468; ϑυμάλωψ ἐπέζεσεν Ach. 321; ἐπιζέσαντος τοῦ πάϑους Luc. Abdie. 16; so auch δεινή τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσε Eur. I. T. 987, wo das folgende σπέρμα nicht davon abhängt. – Activ. heiß machen, kochen lassen, λέβητ' ἐπέζεσεν πυρί Eur. Cycl. 391, zweifelhaft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επίζεμα — ἐπίζεμα, τὸ (Α) υγρό που βράζει ή έχει βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέμα (< ζέω «βράζω»)] …   Dictionary of Greek

  • επιζέννυμι — ἐπιζέννυμι (Α) βράζω, θερμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέννυμι, μτγν. παράλλ. τ. τού ζέω «βράζω»] …   Dictionary of Greek

  • ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”