- ἐπι-κέρδια
ἐπι-κέρδια, τά, Handelsgewinn, v. l. für ἐπικέρδεια. Bei Her. 4, 152, τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες, ist die v. l. ἐπικερδέων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κέρδια, τά, Handelsgewinn, v. l. für ἐπικέρδεια. Bei Her. 4, 152, τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες, ist die v. l. ἐπικερδέων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek