ἐπι-κάμνω

ἐπι-κάμνω

ἐπι-κάμνω (s. κάμνω), sich danach um Etwas bekümmern, Sorge machen, τινί, Ael. V. H. 14, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπικεκμηκότες — ἐπί κάμνω work perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάμνειν — ἐπί κάμνω work pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικάμνω — ἐπικάμνω (Α) στενοχωριέμαι για κάτι, λυπάμαι κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμνω «κουράζομαι, λυπάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …   Dictionary of Greek

  • προσκάμνω — Α 1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο 2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον («προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”