ἐπι-κάμπτω

ἐπι-κάμπτω

ἐπι-κάμπτω, einbiegen, umbiegen, krümmen, Hippocr.; τὸν δάκτυλον Arist. H. A. 5, 30; bes. vom Heere, die Flügel einwärts od. auswärts krümmen, εἰς κύκλωσιν, um den Feind zu umzingeln, Xen. Hell. 4, 2, 20; absol., ἐπέκαμπτεν ὡς εἰς κύκλωσιν An. 1, 8, 23. – Auch Sp., wie Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… …   Dictionary of Greek

  • επιγνάμπτω — ἐπιγνάμπτω (Α) 1. κάμπτω, λυγίζω 2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • διπλώνω — (AM διπλῶ, όω) [διπλούς] 1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη 2. διπλασιάζω νεοελλ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω αρχ. 1. επαναλαμβάνω μια πράξη 2. πολλαπλασιάζω επί δύο 3. πληρώνω τα διπλά …   Dictionary of Greek

  • επανακάμπτω — (AM ἐπανακάμπτω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω 2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω μσν. ξαναγυρίζω στα παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»] …   Dictionary of Greek

  • επημύω — ἐπημύω (Α) γέρνω, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… …   Dictionary of Greek

  • επισιμώ — ἐπισιμῶ, όω (Α) 1. κυρτώνω, καμπυλώνω 2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου κάμπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”