ἐπι-ζάφελος

ἐπι-ζάφελος

ἐπι-ζάφελος (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζάφελος — ζάφελος, ον (Α) ζαφελής*, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα είναι αιολική μορφή τού δια ] …   Dictionary of Greek

  • επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”